-
1 βαβάζειν
Grammatical information: v.Derivatives: βάβαξ m. `chatterer' (Archil.); βάβακοι ὑπὸ Ήλείων τέττιγες, ὑπὸ Ποντικῶν δε βάτραχοι; βάβακα τὸν γάλλον H. (s. Maas, Rh. M. 74 (1925) 469f.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Onomatopoetic forms like many others; cf. βαβαί, βάζω, βαΰζω, βαβράζω, βάβαλον; also βάρβαρος, βαβύρτας, βόμβος etc. For other languages s. Pok. 91, W.-Hofmann s. babit.Page in Frisk: 1,206Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαβάζειν
-
2 βάτραχος
Grammatical information: m.Meaning: `frog' (Hdt.). Also name of a fish `Lophius piscatorius' (Arist.), s. Strömberg Fischnamen 92f.).Other forms: Ion. βάθρακος with normal displacement of aspiration (Schwyzer 269, Lejeune, Phonét. 50); βότραχος (Hp.) and βρόταχος (Xenoph. 40, s. Bechtel Dial. 3, 109); βρατάχους βατράχους H.; - βρούχετος.. βάτραχον δε Κύπριοι H. (after βρυχάομαι?, Schwyzer 182); βύρθακος βάτραχος H.; βρύτιχοι βάτραχοι μικροὶ ἔχοντες οὑράς H. (cf. βρύω?); - βριαγχόνην βάτραχον. Φωκεῖς H. (mistake?; for *βρ(α)τ-αγχ-?); βρόγχος βάτραχος H. may also be a mistake); still βλίκανος, βλίκαρος, βλίχα(ς) (H., EM, Suid.); βλίταχος (H.). - βάβακοι ὑπὸ Ήλείων τέττιγες, ὑπὸ Ποντικῶν δε βάτραχοι H. ( βαβάζω, s. v.). - Mod. Gr. forms in Hatzidakis Lexikogr. Archiv ( Anh. Άθ. 26) 48ff., also G. Meyer IF 6, 107f.Derivatives: Demin. βατράχιον (Paus.), plant `Ranunculus' (Hp., Dsc., cf. Strömberg Pflanzennamen 119); βατραχίσκοι μέρος τι τῆς κιθάρας H.; on the suffixes Chantr. Form. 408. - βατραχίτης, - ῖτις ( λίθος; from the colour; Plin.; s. Redard Les noms grecs en - της 53).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Several variants will be due to folketymology or taboo, and also simple phonetic variation. A priori for all these forms a local, i.e. Pre-Gr. form is to be expected. To this will point the variation α\/ο. This holds also for βαρδακος if this must be read in H. for βαρακος βάραχος (Fur. 184 A. 2; s. Latte). The form may in origin have been onomat.? (cf. Grošelj, Živa Ant. 6 (1956) 235) βρατ-αχ-, cf. βρεκεκεξ. Or even * brt-ak-, from which the forms with - υ- might come ( βύρθακος, βρύτιχος). The desperate forms βριαγχόνη, βρόγχος (this form to be read for βρούχετος?) contain a (misread) prenasalized *( βρατ)αγχος, which would also point to Pre-Greek. On the χ-suffix in animal names Specht Ursprung 255. - The forms βλικ\/χ- and βάβακοι, of course, are etymologically unrelated. - For the meaning `hearth' Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 660 refers to Alb. vatre.Page in Frisk: 1,226-227Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάτραχος
-
3 τρίκκος
τρίκκος· ὀρνιθάριον <ὁ> καὶ βασιλεὺς ὑπὸ Ἠλείων, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίκκος
-
4 βρά
Grammatical information: ?Origin: XX [etym. unknown]Etymology: If to φράτηρ, Illyrian element of the dialect?. Cf. Alb. vëlla, which is unexplained (Demiraj, Alb. Etym.). Cf. Kretschmer Glotta 3, 33; Pisani, Sprache 7 (1961) 100. Latte reads Ι᾽λλυρίων.Page in Frisk: 1,261Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρά
См. также в других словарях:
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ήλιδας (Ηλείας) — Η Αρχαιολογική Συλλογή της Ήλιδας ιδρύθηκε το 1981. Περιλαμβάνει τα ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Ήλιδας και καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από την πρωτοελλαδική έως και τη ρωμαϊκή εποχή. Η Ήλιδα… … Dictionary of Greek